θεοδρομία

θεοδρομία
θεοδρομία, ἡ (Μ) [θεοδρόμος]
το να ακολουθεί κάποιος τον δρόμο τού θεού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • ЗИСИС — [греч. Ζήσης] Феодор (род. 20.01.1941), протопр., проф. богословского фак та Фессалоникского ун та им. Аристотеля, писатель и публицист. Род. в сел. Панайия на о ве Тасос, где служил священником его отец. В 1945 г., после окончания второй мировой …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”